- καρδιουργέω
- καρδῐ-ουργέω,A = καρδιουλκέω, Id. s.v. καρδιοῦσθαι.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καρδιουργεῖν — καρδιουργέω pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)